ὀρύξας

ὀρύξας
ὀρύ̱ξᾱς , ὀρύσσω
dig
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ορύσσω — και ορύττω (ΑΜ ὀρύσσω, Α και δ. γρφ. ὀρύχω, αττ. τ. ὀρύττω) σκάβω, ανοίγω κοίλωμα στη γη με εκσκαφή, ανασκάπτω, κατασκευάζω όρυγμα («ἔκτοσθεν δὲ βαθεῑαν ὀρύζομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τους ασπάλακες, τους τυφλοπόντικες) σκάβω… …   Dictionary of Greek

  • τάφρη — και τράφη, ἡ, Α ιων. τ. τάφρος («τάφρην ὀρύξας εὐρείην», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού τάφρος (ἡ), κατά τα θηλ. σε η] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”